- καραβοτσακίζομαι
- 1. (για πλοία) ρίχνομαι από τα κύματα στα βράχια και θραύομαι, ναυαγώ («καραβοτσακίστηκε στον κάβο»)2. μτφ. περνώ φοβερή περιπέτεια, ή συμφορά, δυστυχώ, καταστρέφομαι3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) καραβοτσακισμένος, -η, -ο(κυριολ. και μτφ.) ναυαγός, κατεστραμμένος4. φρ. «περπατεί σαν καραβοτσακισμένος» — περπατεί με ασταθές βήμα, σαν ζαλισμένος, παραπαίει.
Dictionary of Greek. 2013.